τιθηνώ — έω, Α [τιθήνη] 1. περιποιούμαι και, ιδίως για τροφό, τρέφω, ανατρέφω 2. μέσ. τιθηνοῡμαι, έομαι α) περιποιούμαι κάποιον όπως η τροφός, τόν θηλάζω β) (γενικά) φροντίζω κάποιον γ) κολακεύω … Dictionary of Greek
τιθηνῷ — τιθηνός nursing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθηνῶι — τιθηνῷ , τιθηνός nursing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθήνημα — τὸ, Α [τιθηνῶ] Α 1. θρέμμα, τέκνο 2. μτφ. ολάνθιστο ρόδο («τιθήνημ ἔαρος ἐκπρεπέστατον», Χαιρήμ.) … Dictionary of Greek
τιθήνησις — ηνήσεως, ἡ, Α [τιθηνῶ] 1. θηλασμός 2. ανατροφή μικρού παιδιού («τῶν πάνυ νέων τὴν τιθήνησιν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
τιθηνία — και τιθηνεία και ιων. τ. τιθηνείη, ἡ, Α [τιθηνῶ] 1. ανατροφή 2. (ειδικότερα) θηλασμός … Dictionary of Greek
τιθηνίζομαι — Α [τιθήνη] ανατρέφω, τιθηνῶ* … Dictionary of Greek
τιθηνητήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. τιθηνήτειρα, Α (ποιητ. τ.) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθηνῶ + επίθημα τήρ* / τειρα (πρβλ. τιμη τήρ, γεννή τειρα)] … Dictionary of Greek
τιθηνοκομώ — έω, Α [τιθηνοκόμος] είμαι τροφός μικρού παιδιού, τιθηνῶ* … Dictionary of Greek
τιτθηνώ — όω, Μ [τίτθη] τιθηνῶ* … Dictionary of Greek